Παγκοσμιοποίηση και Αριστερά

Πέμπτη, 01/12/2016 - 11:00
Ιστορία και αποκρυπτογράφηση μιας περίεργης σχέσης

Των Τάσου Βαρούνη και Γιώργου Παπαϊωάννου


Οι πρόσφατοι τριγμοί της παγκοσμιοποίησης συνδέονται με γεγονότα που προκαλούν τόσο οι σοβαρές αντιθέσεις που γεννιούνται στους κόλπους των διεθνών ελίτ, όσο και η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα στις εξελίξεις.

Στη Μεγάλη Βρετανία, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, αλλά και στους βασικούς συστημικούς παράγοντες, το πρόσφατο δημοψήφισμα έβγαλε Brexit. Μα είναι δυνατόν σε μια εποχή διεθνοποίησης, ένα ισχυρό κράτος να εγκαταλείπει μια υπερεθνική ολοκλήρωση;

Στις ΗΠΑ, η εκλογή Τραμπ προκάλεσε παγκόσμιο σοκ, αλλά και αποστροφή από τα ισχυρά πολιτικά, οικονομικά και χρηματιστικά κέντρα. Μα πώς είναι δυνατόν η Χίλαρι Κλίντον να μην κατάφερε να επικρατήσει στη μάχη απέναντι σε έναν «κλόουν», παρά την αμέριστη στήριξη όλων των δυναμικών παραγόντων της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης;

Πολλοί κάνουν λόγο για εποχή τεράτων. Αλλά μήπως τότε ήταν «εποχή αγγέλων» αυτή που εγκαινιάστηκε μετά την ταραγμένη διετία 1989-91 και χαρακτηρίστηκε Νέα Τάξη Πραγμάτων για την ανθρωπότητα, εν μέσω πολέμων και γενίκευσης της παγκόσμιας αδικίας;

Ανάμεσα σε αυτά τα γεγονότα, αναδεικνύεται ακόμα ένα με την δική του σημασία. Η Αριστερά στη συντριπτική της πλειοψηφία φαίνεται να καταγράφεται σήμερα σαν μια δύναμη φιλική στην παγκοσμιοποίηση. Σε αυτό το μικρό δισέλιδο αφιέρωμα, διερευνούμε το γεγονός αυτό, τόσο στην σημερινή όσο και στην ιστορική του διάσταση.

 

Στον πυρήνα του θαυμαστού «ενιαίου κόσμου»

Η Αριστερά από συμπληρωματική μέχρι και προωθητική ιδεολογική δύναμη της παγκοσμιοποίησης

Τα σχήματα και οι ερμηνείες με τα οποία η Αριστερά αποδέχτηκε το φαινόμενο και τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης εδώ και αρκετές δεκαετίες αποδεικνύουν καταρχήν δυο πράγματα. Πρώτον, ότι στον πυρήνα της αριστερής σκέψης λειτουργούν αντιλήψεις που χρειάζονται τουλάχιστον ξεσκαρτάρισμα. Και δεύτερον, ότι αυτές οι οπτικές και στάσεις δεν ήταν άσχετες από τα προνόμια που απολάμβανε η Αριστερά –κυρίως η ευρωπαϊκή- ως κομμάτι του «ενιαίου κόσμου» μετά το ’89. Σε κάθε περίοδο οι αφηγήσεις τροποποιούνταν και μεταβάλλονταν στη βάση των αναγκών προσαρμογής. Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των αριστερών δυνάμεων δεν μπόρεσε να οικοδομήσει μια ανεξάρτητη, διευρυμένη και ανταγωνιστική ματιά απέναντι στην καθόλου αναπόφευκτη «αλλαγή του κόσμου» υπό την καθοδήγηση των διαδικασιών παγκοσμιοποίησης. Στις καλύτερες εκδοχές κράτησε μια απλώς διεκδικητική στάση, στις χειρότερες υπήρξε από συμπληρωματική έως προωθητική δύναμη αυτής της πορείας.

Σήμερα, οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης έχουν προχωρήσει. Μαζί και τα όρια τους, αφού τελικά δεν μπόρεσαν ν’ αποτελέσουν το αντίδοτο στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Ακόμα κι αν η πορεία τους δεν ήταν «αντικειμενική», έχουν δημιουργήσει ένα ολότελα νέο περιβάλλον. Όχι μόνο ως μια εικόνα του πλανήτη με ό,τι αυτό συμπεριλαμβάνει οικονομικά, γεωπολιτικά κ.λπ., αλλά και ως διαμορφωτική δύναμη που έδρασε και δρα πάνω στους ανθρώπους, τους λαούς, τα υποκείμενα. Στις μέρες μας ζούμε εντονότερα τις αντιφάσεις αυτής της πορείας. Μπορεί οι σύγχρονες αμφισβητήσεις να παρουσιάζουν μια μεγάλη ποικιλία αλλά είναι σίγουρο πως έχουμε μπει σε μια νέα περίοδο. Οι «φρουροί της παγκοσμιοποίησης» δεν παίζουν πια μόνοι τους.

Αντικειμενισμός και διεθνισμός

Η λατρεία της Επιστημονικοτεχνικής Επανάστασης αποτέλεσε την πρωταρχική βάση για την πλήρη αποδοχή της παγκοσμιοποίησης από μεριάς της Αριστεράς. Σύμφωνα με την οπτική της, οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται «γενικώς κι αορίστως», ενώ οι υπερεθνικές ολοκληρώσεις αντιμετωπίζονται ως αποτέλεσμα της αντικειμενικής αυτής διαδικασίας που ξεπερνά -δεν μπορεί παρά να ξεπερνά- τα πλαίσια και τους περιορισμούς του εθνικού κράτους. Η υπαγωγή της επιστήμης στις ανάγκες του κεφαλαίου «ξεχάστηκε». Η τεχνολογική εξέλιξη αναγορεύτηκε οδηγός στην πορεία όλων των υπολοίπων αλλαγών, λες και αυτή είναι ανεξάρτητη από συσχετισμούς και επιδιώξεις.

Έτσι, δεν ήταν καν «νοητή» η οποιαδήποτε αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης, παρά μόνο η διεκδίκηση καλύτερων όρων μέσα σε αυτή. Το πρόβλημα ήταν πια ο τρόπος προσαρμογής και ένταξης στην παραγωγή και τη λεία μιας πίτας που τάχα θα μεγάλωνε. Ένας διεθνής καταμερισμός εργασίας που δεν είχε τίποτα το αντικειμενικό ή ισότιμο παρά μόνο την ισχυροποίηση πολυεθνικών και ισχυρών κέντρων επιβλήθηκε μέσα από τη διάλυση χωρών, οικονομιών και την καταστροφή παραγωγικών διαδικασιών και δυνάμεων.

«Στερείται βάσης μια παγκοσμιοποίηση που μειώνει την τιμή των παπουτσιών του παιδιού, αλλά κοστίζει τη θέση εργασίας του πατέρα»«Στερείται βάσης μια παγκοσμιοποίηση που μειώνει την τιμή των παπουτσιών του παιδιού, αλλά κοστίζει τη θέση εργασίας του πατέρα»

Άλλες οπτικές μέσα σε χώρους της Αριστεράς ευελπιστούσαν σε έναν μετασχηματισμό αυτής της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας σε μια άλλη με σοσιαλιστικό περιεχόμενο. Μάλιστα η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρήθηκε από αρκετούς σαν μια ακόμα… υλική προετοιμασία για τον σοσιαλισμό. Αρκούσε μονάχα οι επαναστατικές δυνάμεις να πάρουν το πάνω χέρι και να τη διαχειριστούν διαφορετικά. Μα τι το επαναστατικό υπάρχει στο να κατασκευάζει μια χώρα μόνο βίδες, άλλη να παράγει καπνά και η τρίτη να προσφέρει αποκλειστικά τουριστικές υπηρεσίες; Αν σήμερα, οι μορφές ενός νέου διεθνισμού, οφείλουν να συμπεριλάβουν παραγωγικές συνεργασίες και συνέργειες σε διεθνές επίπεδο -διάμεσου και ανεξάρτητα από τα κράτη;- αυτό θα βρίσκεται σε αντίθεση με ό,τι ανεξέλεγκτο από τους λαούς επιβάλει σήμερα η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση.

Ανθρώπινα δικαιώματα και δημοκρατία

Έπειτα ήταν τα «ανθρώπινα δικαιώματα» που έγιναν το νέο σύνθημα για την Αριστερά σε αγαστή πάντα συμπόρευση με τον καπιταλιστικό κόσμο. Ανασύρθηκε μέχρι και το «δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση» για να νομιμοποιηθούν οι αποσχιστικές τάσεις που εκδηλώθηκαν με σύμβολα τις αμερικάνικες σημαίες. Διαλύθηκαν κυρίαρχες χώρες στο όνομα υποτίθεται του αγώνα ενάντια σε εθνοκαθάρσεις. Με πιο χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ το 1999 με τις ευλογίες της ευρωπαϊκής Αριστεράς που μάλιστα συγκυβερνούσε σε Γαλλία και Ιταλία.

Η παγκοσμιοποίηση εμφανίστηκε όμως και ως «εξαγωγή δημοκρατίας». Πέρα από την προφανή κοροϊδία -αφού οι υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων τα καταπατούσαν με κάθε τρόπο εντός και εκτός των καπιταλιστικών μητροπόλεων- η ρητορεία αυτή ενέταξε τη σκέψη σ’ ένα καινούριο ιδεολογικό φόντο. Τον αγώνα υπέρ ενός απροσδιόριστου οικουμενισμού και ενάντια στο δηλητηριώδες εθνικό γεγονός που βαπτίστηκε συλλήβδην εθνικιστικό. Σε αυτό τον αγώνα μάλιστα ήταν η αριστερή διανόηση που πρωτοστάτησε, αφού η εθνική κυριαρχία έμοιαζε με έννοια ρετρό. Η παγκοσμιοποίηση θα αποτελούσε έτσι το αποκορύφωμα της συνεργασίας των κρατών και της άρσης των διαφορών που προκαλούσαν τις παγκόσμιες συρράξεις. Στην πραγματικότητα βέβαια αυτό που προωθούνταν δεν ήταν ο οποιοσδήποτε ενιαίος κόσμος αλλά ο ενιαίος κόσμος της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς. Σήμερα, σε μια περίοδο ανάδυσης του «γεωπολιτικού στοιχείου», τα ίδια τα εδαφικά σύνορα αποτελούν εμπόδια που οφείλουν να ξεπεραστούν.

Υπάρχει όμως μια ακόμα πραγματική και ιδεολογική επιβάρυνση από την ρητορική της υπεράσπισης των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» εν μέσω παγκοσμιοποίησης. Η νίκη του οικονομικού στοιχείου πάνω στο πολιτικό. Η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση θα ενέτασσε τα πάντα στο μοναδικό, διεθνοποιημένο μοντέλο του νεοφιλελεύθερου συστήματος. Έτσι, η πολιτική κυριαρχία και αρμοδιότητα των επιμέρους χωρών μοιάζει πια απελπιστικά αδύνατη ή αδιάφορη μπροστά στις επιταγές παγκόσμιας ισχύς των οικονομικών νόμων. Η πολιτική μοιάζει με την οικονομική διαχείριση. Ή από την άλλη –όπως μας έμαθε με τον λόγο του ο σύντροφος Ομπάμα- μπορεί να διαμορφώνει ενεργούς πολίτες μόνο όμως στο βαθμό που αυτοί δεν αμφισβητούν το οικονομικό μοντέλο.

Διαλύοντας τις συλλογικές ταυτότητες

Αλλά και κάτι τελευταίο. Η εικόνα ενός ανθρώπου απογυμνωμένου από δεσμούς, πατρίδες, συλλογικές εντάξεις, ιστορίες, παραδόσεις και εν συνεχεία ενός πολιτισμού αδιαφοροποίητου και υποταγμένου στο μοναδικό κυρίαρχο πρότυπο, δεν έχει τίποτα το προοδευτικό ή ανθρώπινο. Η πολυπολιτισμικότητα που τόσο διαφημίζεται πατάει ακριβώς στη διάλυση όλων των εθνικών, κοινοτικών κ.λπ. ιδιαιτεροτήτων. Αυτός είναι ο πλούτος της υπαρκτής παγκοσμιοποίησης. Γιατί κάθε πατρίδα που καταστρέφεται, κάθε σύνορο που παραβιάζεται από τους ισχυρούς, δεν μας φέρνει κοντύτερα ούτε μεταξύ μας, ούτε στην πανανθρώπινη λευτεριά. Μάλλον στην αναζωπύρωση νέων μορφών φασισμού συμβάλλει. Το σύστημα θα εξοντώνει συλλογικές ταυτότητες –είναι και η εθνική μια απ’ αυτές με όλες τις αντιφάσεις της- και θα προσφέρει νέες πιο διχαστικές κι επιθετικές. Ή πάλι θα γεννά ανθρώπινες φιγούρες που θα μοιάζουν περισσότερο με ζώα και με μοναδικό στόχο την επιβίωσή τους. Ας σκεφτούμε μόνο τις διαδικασίες γκετοποίησης σε όλο τον πλανήτη. Κατατεμαχισμός, αποδιάρθρωση των κοινωνιών κι έπειτα ανασύνθεσή τους σε ανταγωνιστικά πλαίσια και πάντα στο περιθώριο. Αυτό είναι το κοινωνικό μοντέλο που προάγει αλλά και υποστηρίζει σήμερα την παγκοσμιοποίηση. Οι εποχές όπου ο αντικαπιταλισμός συνδέθηκε μονόπλευρα με διάφορα είδη «απελευθερώσεων» πέρασαν ή αφορούν πια ελάχιστους βολεμένους.

Γιατί για την Αριστερά, στην πιο μεταμοντέρνα εκδοχή της, η έμφαση εδώ και δεκαετίες δίνεται στα δικαιώματα του ατόμου. Όχι βέβαια σε όλα. Αλλά σε όσα μπορούν να γίνουν ανεκτά, χωρίς μεγάλο ζήτημα για τους υπάρχοντες συσχετισμούς. Τι σημασία έχει το εάν εφαρμόζει μνημόνια, αν καταστρέφει κοινωνικά στρώματα, αν προωθεί στρατιωτικούς νόμους, αν στηρίζει ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Η ελευθερία και οι επιλογές του ατόμου είναι αυτές που προέχουν. Ας μη βιαστούν κάποιοι να ανταπαντήσουν ότι «και τα δυο είναι σημαντικά». Προφανώς. Εμείς όμως εδώ αναφερόμαστε σε όσους προωθούν ή σιωπούν για τα πρώτα, έχοντας κάνει σημαία τους κάποια από τα δεύτερα. Στην πραγματικότητα μάλιστα, και σε βαθύτερη διάσταση, αυτό συμβαδίζει με την μοντελοποίηση που αναφέραμε παραπάνω. Υπάρχουν βέβαια και πιο σοβαρά ζητήματα για τη χειραφέτηση των ανθρώπινων κοινωνιών. Αν η μόνη μορφή αναγνώρισης της ανθρώπινης κατάστασης είναι η ατομική ύπαρξη. Αν υπάρχουν συλλογικές υποστάσεις και οντότητες άξιες δικαιωμάτων. Αλλά αυτά ανοίγουν μια συζήτηση που μόνο έξω από το κυρίαρχο πλαίσιο μπορεί να διεξαχθεί.

Το χαμόγελο του Σιάτλ

Αν ψάξουμε μια συμβολική αρχή για τον 21ο αιώνα -σε σχέση με την ιστορία όσων αγωνίζονται- τότε ίσως το «Σιάτλ» να κερδίζει επάξια αυτή τη θέση. Το 1999 κάνει την εμφάνισή του το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Το no global κίνημα. Μια σημαντική «διεργασία» παγκόσμιας εμβέλειας, η συμβολή της οποίας στάθηκε καθοριστική. Τουλάχιστον, για όσους αντιμετωπίζουν τα κινήματα πέρα από το δίπολο «νίκησε-έχασε». Από το Σιάτλ μέχρι τη Γένοβα και την Φλωρεντία, με αρκετούς ενδιάμεσους σταθμούς, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνουν την αντίθεσή τους στον ΠΟΕ, το ΔΝΤ, το G8, την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΝΑΤΟ. Αυτό το μαζικό κίνημα κατάφερε -και αυτή υπήρξε η τεράστια συνεισφορά και σημασία του- να καταγράψει με αρνητικό πρόσημο την παγκοσμιοποίηση στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Ως μια διαδικασία που δημιουργεί φτώχεια, ανισότητες και καταστροφές κάθε είδους. Επιπλέον, μέσα από διεθνή «ραντεβού», έθεσε και υλοποίησε την ανάγκη διεθνούς συντονισμού και συνεργασίας.

Το anti-global κίνημα, με έναυσμα τις μεγάλες κινητοποιήσεις στο Σιάτλ ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, κατάφερε να καταγράψει με αρνητικό πρόσημο την παγκοσμιοποίηση στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτηΤο anti-global κίνημα, με έναυσμα τις μεγάλες κινητοποιήσεις στο Σιάτλ ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, κατάφερε να καταγράψει με αρνητικό πρόσημο την παγκοσμιοποίηση στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη

Όπως σε όλα τα πραγματικά κινήματα, συνυπήρχαν διαφορετικές απόψεις, προσανατολισμοί και επιδιώξεις, ενώ ο τρόπος που δέθηκε και προχώρησε σε κάθε χώρα καθορίστηκε από εθνικές ιδιαιτερότητες και συγκυρίες. Υπήρξε πάντως -και σε πολλές περιπτώσεις κυριάρχησε ή «έκανε κουμάντο»- μια πτέρυγα και οι δυνάμεις που αναφέρονταν σε μια «εναλλακτική παγκοσμιοποίηση». Για την πτέρυγα αυτή, το φαινόμενο θεωρήθηκε αντικειμενικό, κι έμενε μονάχα να μετριαστούν κάποιες αρνητικές του συνέπειες. Ειδικά στην Ευρώπη, η μέχρι το μεδούλι φιλοευρωπαϊκή Αριστερά προσπαθούσε να μετριάσει κάθε αιχμή που στρέφονταν πιο συνολικά ενάντια στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ο ευρωπαϊσμός ήταν η κεντρική εκδοχή της παγκοσμιοποίησης στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά ουδέποτε μπήκε στο στόχαστρο. Το μέγιστο της αντιπαράθεσης ήταν οι πολιτικές λιτότητας που είχαν ήδη αρχίσει να προωθούνται ταχέως στις ευρωπαϊκές χώρες, μαζί με κάποιες πολεμοχαρείς επιλογές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ένα άλλο κομμάτι της Αριστεράς –φουλ αντιευρωπαϊκό στις διακηρύξεις- σνόμπαρε αυτό το κίνημα, απέχοντας προκλητικά από τις διαδικασίες του. Τον τόνο πάντως, πέρα από τις «ζυμώσεις» των κορυφών, τον έδωσε και στην περίπτωση αυτού του κινήματος, ο αγωνιζόμενος κόσμος με το ένστικτο και την ευρηματικότητά του.

Στην ουρά της μιας πτέρυγας

Η Αριστερά συντάσσεται σήμερα με την «παράταξη» του χρηματιστικού φιλελεύθερου καπιταλισμού

Αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες… Οι παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες, όπως τις γνωρίζαμε στην Ευρώπη, σχεδόν δεν υπάρχουν πια ως αντιθετικοί πόλοι στο πολιτικό σκηνικό. Ή τουλάχιστον, τα σύνορα μεταξύ τους γίνονται όλο και πιο ακαθόριστα, ενώ μεγάλες ρωγμές τις διαπερνούν οριζόντια. Ας σκεφτούμε ότι σε κάθε κόμμα στη Μεγάλη Βρετανία, υπήρχαν υποστηρικτές και πολέμιοι του Brexit, ενώ στη Γερμανία χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες κυβερνούν μαζί τη χώρα – ατμομηχανή της Ε.Ε.

Μπάρακ Ομπάμα και Χίλαρι Κλίντον. Η ομιλία του πρώτου στην Αθήνα συνάντησε τον θαυμασμό των υποστηρικτών της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ η δεύτερη υποστηρίχθηκε από όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή Αριστερά, με τη λογική του μικρότερου κακού απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ.

Ταυτόχρονα, στις ΗΠΑ, τα δυο μεγάλα στρατόπεδα μόνο τυπικά παρέμειναν ενωμένα. Ο Μπέρνι Σάντερς των Δημοκρατικών, μόνο κόντρα στην πλειοψηφία των οπαδών του, σύρθηκε τελικά στην υποστήριξη της Κλίντον, ενώ πολλοί παράγοντες των Ρεπουμπλικάνων, ανάμεσά τους και ο Τζορτζ Μπους, απέφυγαν να στηρίξουν τον Ντόναλντ Τραμπ.

Δυο «παρατάξεις» αναδεικνύονται στις τάξεις των ελίτ του δυτικού κόσμου. Από τη μια, το στρατόπεδο των ακραιφνών υποστηρικτών του χρηματιστικού παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, που προχωρά εσχάτως σε ένα αναγκαίο «λίφτινγκ», σοκαρισμένο κι αυτό μπροστά στις ήττες του. Από την άλλη, το αναδυόμενο στρατόπεδο της «αναδίπλωσης», καθοδηγούμενο από ολιγαρχικά κέντρα, εκμεταλλευόμενο ανάγκες και φόβους ευρύτατων πληττόμενων στρωμάτων. Μια μειοψηφική, αν και ανερχόμενη, δύναμη που δείχνει περισσότερο ικανή στην παρούσα φάση να συγκεντρώνει πολιτική ισχύ.

Η Αριστερά, στην συντριπτική της πλειοψηφία αποτελεί ουραγό της μιας πτέρυγας, αυτής που φανατικά υποστηρίζει την συνέχεια του φιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Στις εκλογές των ΗΠΑ, σύμπασα σχεδόν η ευρωπαϊκή Αριστερά συντάχθηκε με την Κλίντον απέναντι στον σκοταδισμό του Τραμπ. Στην Ελλάδα, ο «αριστερός» πρωθυπουργός υποδέχτηκε σαν ελευθερωτή τον Ομπάμα, ενώ όσα διαμείφθηκαν τις μέρες της επίσκεψης σαφώς δεν είχαν διπλωματική αλλά έντονα πολιτική και συμβολική χροιά.

«Συμφωνήσαμε», είπε ο Αλ. Τσίπρας, «ότι το να αποκτήσουν ξανά οι σύγχρονες κοινωνίες ελπίδα και προοπτική, είναι η μόνη απάντηση, απέναντι σε ένα ανερχόμενο ρεύμα σκεπτικισμού και εθνικής περιχαράκωσης, που απειλεί τις σύγχρονες δημοκρατίες», ενώ δήλωσε αισιόδοξος γιατί έχει γνωρίσει την Άνγκελα Μέρκελ και σχημάτισε τη γνώμη «ότι είναι μια πολιτικός με αίσθημα της ευθύνης απέναντι στην Ευρώπη και στο μέλλον της Ευρώπης».

Ας μην μείνουμε στον χατζηαβατισμό τον δηλώσεων. Έχουν ουσία και αυτή είναι η συστράτευση στο στρατόπεδο των Μέρκελ, Ομπάμα, απέναντι σε εθνικιστές και «ευρωσκεπτικιστές». Σε όσους δηλαδή αντιμάχονται την παγκοσμιοποίηση ή την Ε.Ε. που δεν είναι παρά η υλοποίησή της παγκοσμιοποίησης στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Δεν πρόκειται για ελληνική εξαίρεση. Όλη η ευρωπαϊκή Αριστερά, με τιμητικές εξαιρέσεις, «χορεύει» στους ίδιους ρυθμούς.

Άλλωστε, σε τι θα διαφωνούσε με την ομιλία Ομπάμα στο ίδρυμα Νιάρχου, ένας mainstream Έλληνας ή Ευρωπαίος αριστερός; Αν το καλοσκεφτούμε, σχεδόν σε τίποτα. Υποστήριξη της διεθνοποίησης, καταγγελία των συνταγών λιτότητας υπέρ μιας μισοκεϋνσιανής ρητορικής, ύμνοι στην κοινοβουλευτική φιλελεύθερη δημοκρατία, αποδοχή της αγοράς και των νόμων της, θέρμη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, υποστήριξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ατζέντα Ομπάμα δεν διαφέρει από το πλαίσιο της Αριστεράς αλλά στην πραγματικότητα το εμπεριέχει.

Ο εγκλωβισμός στους σχεδιασμούς κάποιας από τις δύο παρατάξεις είναι έτσι κι αλλιώς προβληματικός και οδηγεί στην απώλεια κάθε αυτονομίας. Η συστράτευση ειδικά με το στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης, με την πτέρυγα εκείνη των διεθνών ελίτ που φέρουν την ευθύνη για την οικοδόμηση του σημερινού κόσμου και την πολιτική που ακολουθήθηκε τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες, είναι συνταγή εξαφάνισης αυτού του είδους που καταγράφεται τυπικά στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Ας μην μεμψιμοιρούν μετά για την ανυποληψία τους, ούτε γιατί επενδύεται στην ακροδεξιά η δυσαρέσκεια των πολιτών για την Ευρώπη που οικοδομείται. Η ευθύνη είναι όλη δική τους.

Κεντρική φωτο:
Kenneth Tin-Kin Hung 
“IN GOD WE TRUST”, 2009
Mohammad – The Nightmare Journey

πηγή e-dromos.gr


Το αίνιγμα του «συλλογικού υποκειμένου», η επαναστατική ηθική και ο ρόλος της θεωρίας

Δευτέρα, 10/10/2016 - 19:00
| Του Φώτη Τερζάκη
από δρόμος της Αριστεράς Δημοσίευση: Φύλλο 327

Αναρωτιέμαι: είναι η έννοια «ανθρωπότητα» εφεύρεση των ιμπεριαλιστών; Είναι η εθνική ταυτότητα μόνο και αποκλειστικό προσδιοριστικό γνώρισμα των ανθρώπων; Ο τερματισμός των πολέμων στον κόσμο θα σήμαινε αυτοδικαίως τον τερματισμό της πολιτικής; Δεν υπήρξαν απόπειρες για οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε όλο τον εικοστό αιώνα; Διεθνισμός σημαίνει μόνο ξεσηκωνόμαστε για να «ελευθερώσουμε» έναν άλλον λαό; Τέλος, σε ποιο λεξικό η λέξη «επιζητώ» (κάτι για τον εαυτό μου εν πρώτοις) σημαίνει «επεμβαίνω»;

Τέτοια ερωτήματα μου γέννησε η ανταπόκριση του Απόστολου Αποστολόπουλου (Δρόμος, 17/9/2016) στο κείμενό μου που είχε δημοσιευθεί το προηγούμενο Σάββατο, «Ο διεθνισμός και η “κρατική κυριαρχία”». Θα μπορούσα να έχω αφήσει στην κρίση τού αναγνώστη την απάντησή τους – άλλωστε κάποια είναι απαντημένα προκαταβολικά σε προηγούμενα κείμενά μου από αυτές τις σελίδες, παρ’ ότι δεν θεωρώ υποχρέωση του καθενός να τα διαβάζει… Αν αποφάσισα τελικώς να επανέλθω είναι όχι για να εμπλακώ σε μιαν άγονη αντιπαράθεση (που είναι το τελευταίο πράγμα το οποίο χρειαζόμαστε), αλλά για να αποσαφηνίσω ζητήματα που έχουν μια γενικότερη σημασία, πιστεύω, να συζητιούνται.

Κανένας άνθρωπος, πράγματι, δεν υπάρχει, ούτε έχει παραγάγει αποτελέσματα οιουδήποτε είδους, με την ανθρώπινη ιδιότητά του και μόνο. Υπάρχει πάντα ως υλικό, ενσώματο ον με προσδιορισμούς φύλου (γυναίκα ή άνδρας), με χρώμα επιδερμίδας, τοπικούς και οικογενειακούς δεσμούς, συγκεκριμένη ταξική θέση στην κοινωνία, και μια εθνική ταυτότητα βεβαίως που αναγράφεται στο διαβατήριό του (όχι πάντα συνεκτεινόμενη με τη γλώσσα που μιλάει). Ποιος απ’ όλους αυτούς τους προσδιορισμούς είναι θεμελιωδέστερος – ποιος, δηλαδή, βρίσκεται εγγύτερα στον ένσαρκο πυρήνα τής ταυτότητάς του; Σε διαφορετικούς άξονες αναφοράς πιθανότατα θα προκρίνει άλλες από αυτές τις ιδιότητες για να προσδιοριστεί και, αναλόγως τού ποια σε κάθε περίπτωση προκρίνει, καθορίζονται οι συστρατεύσεις και οι αντιπαλότητες, οι «κοινότητες» στις οποίες εντάσσει τον εαυτό του και οι μορφές αλληλεγγύης που αναπτύσσει. Αν ο όρος «συλλογικό υποκείμενο» έχει κάποιο νόημα στην ιστορία, αναφέρεται προφανώς σε τέτοιου είδους κοινότητες και εντάξεις, στον βαθμό που μπορούν να υποκινήσουν μεστές νοήματος πρακτικές· τι γίνεται, όμως, όταν τέτοιου είδους εντάξεις και κοινότητες έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους;

Τότε προφανώς πρέπει κανείς να διαλέξει· αυτό άλλωστε σημαίνει να είναι συνειδητό υποκείμενο. Μπορεί επίσης να διαλέξει, σε δεύτερο επίπεδο, να περιχαρακωθεί σε οιαδήποτε από αυτές (δεν έχει σημασία ποια) ή να επιδιώξει να τις ενοποιήσει σε μια όσο το δυνατόν ευρύτερη και συμπεριληπτική ταυτότητα – που οριακά είναι η (βιωμένη) ιδέα τής ανθρωπότητας. Αν συναντάει ένα σημείο ταύτισης πέραν του οποίου είναι αδύνατο να αναχθεί, τότε μπορεί να μιλήσει κάποιος για καθοριστική ταυτότητα (γιατί η «ταυτότητα» είναι όρος αρνητικός: δηλώνει εξ ορισμού μιαν αδυνατότητα, έναν περιορισμό).

Προσωπικά -γιατί μόνο προσωπικά μπορεί να μιλήσει εδώ κάποιος- κάνω την τελευταία επιλογή· ωστόσο, εκείνο που μ’ εμποδίζει να ταυτιστώ βιωματικά με ολόκληρη την ανθρωπότητα είναι ότι η αυτή «ανθρωπότητα» είναι οδυνηρά διχασμένη σε δυνάστες και δυναστευόμενους, κυρίους και υποτελείς, βιαιοπραγούντες και πάσχοντες με μια οριακή έννοια του όρου – ταυτόσημη, όπως το καταλαβαίνω, με τον ταξικό ορισμό στο ευρύτερο νόημά του. Αυτή είναι και η έννοια της «πάσχουσας ανθρωπότητας», η ταύτιση με την οποία (και όχι με όλη την ανθρωπότητα) είναι για μένα πολύ πιο βαρύνουσα από την εθνική ταυτότητα: διαλύει μέσα της μεν τα έθνη-κράτη (δηλαδή, δεν τα θεωρεί έσχατα συγκροτητικά υποκείμενα της διεθνούς κοινότητας), αλλά διόλου δεν «αντιπαρατίθεται με τους ταξικούς αγώνες»: είναι απλώς μια συγκινησιακά φορτισμένη μετωνυμία της ταξικής ταυτότητας.

Προφανώς δεν περιμένω να κάνουν όλοι τις ίδιες επιλογές μ’ εμένα· επιμένω όμως πώς μόνο μια τέτοια επιλογή συμφωνεί με ό,τι καλούμε σοσιαλιστική στράτευση. Και ό,τι γνώμη κι αν έχει ο Α. Αποστολόπουλος, πιστεύω επίσης πως όλη η ιστορία του εικοστού αιώνα σφραγίζεται από τα επίμονους, αιματηρούς και μέχρι στιγμής σφαγιασμένους αγώνες για την επίτευξη του σοσιαλισμού. Αν αυτοί οι αγώνες φαίνονται στα μάτια κάποιων σαν «θλιβερό ανέκδοτο», και πιθανώς δικαιολογημένα, μένει να σκεφτούν ποιοι παράγοντες τους οδήγησαν σε τέτοια οικτρή αποτυχία. Ένας από αυτούς, λέω, είναι η εθνοπατριωτική μετάλλαξη (όποιες κι αν ήταν οι εξωτερικές πιέσεις γι’ αυτό) που μετέβαλε τις προτεραιότητες των δυνάμεων εκείνων οι οποίες κάποια στιγμή φάνηκαν ως προμαχώνες του παγκόσμιου σοσιαλισμού. Είναι άσχετος ο ρωσικός μεγαλοϊδεατισμός τού Στάλιν και η ανάλογη μεταχείριση των εθνοτήτων τής Κεντρικής Ασίας, των Βαλτικών χωρών, της Πολωνίας με τις σημερινές εθνικιστικές εκρήξεις και τον λυσσαλέο αντικομμουνισμό που σαρώνει μια σειρά πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες ή χώρες τής Comecon στην Ευρώπη και στην Ασία; Είναι άσχετη η εισβολή των Κινέζων στο Θιβέτ και η φρικωδία τής Καμπότζης (για να μην φτάσω στη «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς») με τον πολύωρο εναρκτήριο λόγο τού προέδρου Μάο στον οποίον δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά η λέξη σοσιαλισμός, ενώ η επωδός ήταν «Κανένας δεν θα ξαναταπεινώσει ποτέ την Κίνα»;

Τώρα, εάν κάποιος δεν καταλαβαίνει τί σημαίνει «επιζητώ την ανεξαρτησία μου (ή οτιδήποτε άλλο) ως καθολικά δεσμευτική αρχή», σημαίνει ότι δεν έχει αναστοχαστεί ποτέ τη φύση τού ηθικού πράττειν· να του θυμίσω ότι ήδη στη διατύπωση της κατηγορικής προσταγής από τον Καντ, παρά τον φορμαλισμό της, διαφαίνεται ως κριτήριο της ηθικής συμπεριφοράς μια απαίτηση ισότητας, συμπυκνούμενη στο αξίωμα να μην εξαιρώ τον εαυτό μου; Αν υπάρχει κάτι που μπορεί να ονομαστεί επαναστατική ηθική, φαντάζομαι πως θα έπρεπε να οικοδομείται πάνω στην ανυποχώρητη και αδιαπραγμάτευτη αξία τής ισότητας· και αν αυτό γίνεται δεκτό, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί μια διατύπωση σαν την παραπάνω –που συμπυκνώνει το νόημα του διεθνισμού, όπως το καταλαβαίνω– συνιστά όντως επαναστατική αρχή.

Σε προηγούμενο άρθρο μου περί γεωπολιτικής (κι εκτενέστερα στο προσφάτως δημοσιευμένο αφιέρωμά μου για την «Έννοια του πολιτικού» σε αυτή την εφημερίδα) έχω αποσαφηνίσει γιατί πόλεμος και πολιτική ανήκουν από τη σύστασή σε διαφορετικά πεδία: τεχνικό ο μεν, πραξεολογικό η δε, κατά την αριστοτελική οροθεσία. Η αυξανόμενη σύμφυρσή τους είναι σύμπτωμα μιας παθολογίας το πολιτικού, συγκεκριμένα της εργαλειοποίησής του, που δεν είναι βέβαια καινοφανής, αλλά χαρακτηρίζει πολύ πιο ειδικά την κεφαλαιοκρατική νεωτερικότητα. Αν οι λόγοι της «φαίνονται αναγκαίοι στους ανθρώπους», πρέπει να εμείς να δεχθούμε ότι είναι; Το να πούμε ότι αυτό που συμβαίνει όντως συμβαίνει, εκτός από μια επίδειξη κυνικού ρεαλισμού, δεν έχει κανένα νόημα και είναι ομολογία χρεωκοπίας της σκέψης. Αν αυτό που αποκαλούμε θεωρία έχει ακόμα κάποια χρησιμότητα, έγκειται στη δυνατότητά του να προσαχθεί ως διορθωτικό τής πραγματικότητας: να δείξει γιατί αυτό που συμβαίνει θα έπρεπε ή θα μπορούσε να μη συμβαίνει, και να επεξεργαστεί τρόπους να το εμποδίσει να συμβαίνει.

Παραχώρηση της Εγνατίας από το ΤΑΙΠΕΔ

Σάββατο, 08/10/2016 - 21:00
Η αρχή του τέλους της δημόσιας διαχείρισης ή το τέλος των ψευδαισθήσεων

Του Δημήτρη Σημαιοφορίδη*
δρόμος της Αριστεράς

Εντός των προσεχών ημερών αναμένεται να δημοσιευθεί από το ΤΑΙΠΕΔ η προκήρυξη για την παραχώρηση του αυτοκινητοδρόμου της Εγνατίας Οδού και των τριών σημαντικότερων καθέτων αξόνων της στη Βόρεια Ελλάδα. Η παραπάνω προκήρυξη αποτελεί ένα από τα μνημονιακά προαπαιτούμενα της 1ης αξιολόγησης για την είσπραξη της υπολειπόμενης δόσης (σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup τον Μάιο του 2016), οριοθετώντας την αντίστροφη μέτρηση για το τέλος της δημόσιας Εγνατίας Οδού. Κάνοντας μια μικρή ιστορική αναδρομή, αξίζει να αναφερθούν τα εξής:

Η παραχώρηση του αυτοκινητοδρόμου της Εγνατίας Οδού εντάχθηκε στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής τον Ιούνιο του 2011. Στη συνέχεια, στο τέλος του ίδιου έτους, η διοικητική εποπτεία της κρατικής εταιρίας Εγνατία Οδός Α.Ε. που διαχειρίζεται τον δημόσιο αυτοκινητόδρομο πέρασε στον νεοσύστατο τότε οργανισμό του ΤΑΙΠΕΔ, αποτελώντας ένα μέρος του πλούσιου χαρτοφυλακίου του, με σκοπό την «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας για τον περιορισμό του δημόσιου χρέους της χώρας. Τον Αύγουστο του 2012, με ΚΥΑ της τότε κυβέρνησης και προκειμένου η παραχώρηση να γίνει ακόμα πιο δελεαστική, προικοδοτήθηκε και με τους 3 κυριότερους κάθετους άξονές της που τη συνδέουν με τις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων.

Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι των μνημονίων και μεταξύ των άλλων δραματικών γεγονότων της περιόδου της κρίσης και οικονομικής κηδεμονίας (και όχι μόνο) από τους ξένους δανειστές, η ελληνική κοινωνία είδε και πώς «αξιοποίησε» το ΤΑΙΠΕΔ τη δημόσια περιουσία, που βγήκε κυριολεκτικά στο σφυρί έναντι ευτελών τιμημάτων (με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ΟΠΑΠ).

Αναζητώντας δημοκρατικές διεξόδους (και για αρκετούς ψηφοφόρους ανεξαρτήτως ιδεολογίας), η ελληνική κοινωνία βρήκε την ελπίδα της στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της ανανεωτικής Αριστεράς με τη ριζοσπαστική ρητορική, αναδεικνύοντας το 1ο κόμμα στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Στο πλαίσιο αυτής της ρητορικής είχε εκφραστεί ρητά και πολλάκις από υψηλόβαθμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι η παραχώρηση της Εγνατίας Οδού δεν πρόκειται να προχωρήσει, καθώς αποτελεί δημόσια περιουσία στο στρατηγικό τομέα των υποδομών των μεταφορών.

Δυστυχώς, το αρχικό διάστημα ευφορίας από την αλλαγή του πολιτικού κλίματος το διαδέχτηκε σύντομα η απογοήτευση, καθώς η νέα ελληνική κυβέρνηση σύρθηκε; -το επέλεξε; το είχε προαποφασίσει; ο καθένας το βλέπει από τη δική του σκοπιά- σε έναν οδυνηρό και εν πολλοίς ταπεινωτικό συμβιβασμό με τους δανειστές τον Αύγουστο του 2015.

Με βάση, λοιπόν, τη συμφωνία του Αυγούστου 2015 (την οποία βέβαια ο ελληνικός λαός ουσιαστικά αποδέχτηκε με βαριά καρδιά με την ψήφο του τον Σεπτέμβριο του 2015 επανεκλέγοντας τον ΣΥΡΙΖΑ 1ο κόμμα, προσβλέποντας προφανώς σε μία καλύτερη διαχείριση της κατάστασης από τους προηγούμενους κυβερνώντες και με τη λογική του «μη χείρον βέλτιστον»), εξακολούθησε να είναι μνημονιακή δέσμευση η παραχώρηση της Εγνατίας οδού και των σημαντικότερων καθέτων αξόνων της. Βέβαια, από διάφορα στελέχη της κυβέρνησης, με προεξάρχοντα τον υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, δημοσιεύονταν κατά καιρούς δηλώσεις κατά της παραχώρησης της Εγνατίας οδού, που συνοδεύονταν από διαβεβαιώσεις προς τον Σύλλογο Εργαζομένων ότι η κυβέρνηση θα δώσει «μάχη» για να μη γίνει τελικά αυτή η παραχώρηση.

Απαξίωση της Εγνατία Οδός Α.Ε.

Όλο αυτό το διάστημα, η εταιρία που διαχειρίζεται τον δρόμο, Εγνατία Οδός Α.Ε., μία κατά γενική ομολογία από τις πλέον αξιόπιστες εταιρίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα με σημαντικό έργο και πολλές προοπτικές, αντιμετωπίστηκε από όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις στην καλύτερη περίπτωση με αδιαφορία (αρκεί να αναφερθεί ότι η τελευταία φορά που της ανατέθηκαν σημαντικές αρμοδιότητες επί των δημοσίων έργων ήταν το 2010). Δυστυχώς, την ίδια αδιάφορη αντιμετώπιση υφίσταται και από τη σημερινή κυβέρνηση (χαρακτηριστικό παράδειγμα η μη ανάθεση της αρμοδιότητας λειτουργίας και συντήρησης του προσφάτως κατασκευασμένου τμήματος Φλώρινα-Νίκη).

Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη δρομολογούμενη παραχώρηση του αυτοκινητόδρομου (η και εξαιτίας αυτής), συντέλεσε και συντελεί, στη συστηματική απαξίωσή της.

Ο Σύλλογος Εργαζομένων από την πρώτη στιγμή τάχθηκε ενάντια στην προοπτική της παραχώρησης της Εγνατίας Οδού, όχι για λόγους ιδεολογίας-ιδεοληψίας ούτε για λόγους ιδιοτέλειας, αλλά γιατί, με βάση έγκυρα τεχνικοοικονομικά στοιχεία και ασφαλείς εκτιμήσεις, μία τέτοια ιδιωτικοποίηση σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο να αποδειχθεί επωφελής ούτε για το Ελληνικό Δημόσιο ούτε για τους χρήστες της οδού.

Συνοπτικά (σε παλαιότερο άρθρο του υπογράφοντος τον Ιούλιο του 2014 υπάρχει εκτενέστατη αναφορά), οι κυριότεροι λόγοι για αυτή την εναντίωση, είναι οι εξής:

  • Ο μελλοντικός παραχωρησιούχος δεν θα χρειαστεί καθόλου να προβεί σε άξιες λόγου επενδύσεις, καθώς η Εγνατία Οδός και οι προς παραχώρηση κάθετοι άξονες έχουν κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου ως δημόσια έργα με κοινοτικά και εθνικά κονδύλια που προσεγγίζουν τα 7,0 δισ. ευρώ. Επομένως, η σκοπιμότητα-αναγκαιότητα μιας τέτοιας παραχώρησης δεν υφίσταται και ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα των απανταχού υπέρμαχων των ιδιωτικοποιήσεων περί αύξησης επενδύσεων και συνακόλουθα θέσεων εργασίας καταρρέει.
  • Το κόστος διέλευσης των διοδίων, σύμφωνα με την ΚΥΑ Χρυσοχοΐδη του Νοεμβρίου 2014 (που ενεργοποιήθηκε εκ νέου προσφάτως), δύναται να υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με τη σημερινή χρέωση, προκειμένου το ύψος αυτής να φτάσει στα ίδια επίπεδα με τους υπόλοιπους παραχωρημένους αυτοκινητοδρόμους. Είναι προφανές ότι στην περίπτωση της ιδιωτικοποίησης θα γίνει χρήση αυτής της δυνατότητας υπέρογκης αύξησης της τιμής διέλευσης, προς όφελος του μελλοντικού παραχωρησιούχου και εις βάρος των χρηστών της οδού.
  • Το Ελληνικό Δημόσιο, σε χρονικό ορίζοντα 30 ετών (τόση έχει προαναγγελθεί κατ’ ελάχιστον η διάρκεια της παραχώρησης), θα στερηθεί καθαρά έσοδα που προσεγγίζουν τα 2 δισ. ευρώ. Η παραπάνω εκτίμηση του Συλλόγου Εργαζομένων βασίζεται στη διατήρηση του σημερινού τέλους διοδίων σε ένα ανεκτό κοινωνικά επίπεδο και όχι στη δυνατότητα διπλασιασμού του που αναφέρθηκε παραπάνω. Αυτό το μελλοντικό πλεόνασμα εσόδων θα μπορούσε να αξιοποιηθεί πολλαπλά, διοχετευόμενο, είτε στις τοπικές κοινωνίες από τις οποίες διέρχεται ο αυτοκινητόδρομος υπό τη μορφή νέων έργων υποδομών και συντήρησης των υφισταμένων τοπικών οδικών δικτύων, είτε με τη μορφή μερίσματος στα δημόσια ταμεία προς ενίσχυση της πολυπόθητης ρευστότητας, είτε για τη μείωση του δημόσιου χρέους.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία και απόψεις του Συλλόγου Εργαζομένων (με τις ανάλογα κάθε φορά επικαιροποιήσεις) έχουν κατατεθεί όλα αυτά τα χρόνια στους αρμόδιους φορείς και κυβερνήσεις, αλλά όλες οι προσπάθειες έχουν αποδειχθεί «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».

Δυστυχώς, το ίδιο ισχύει και με τη σημερινή κυβέρνηση, η οποία, εάν θέλει ακόμα να αποκαλείται «αριστερή», θα πρέπει, έστω και στο παρά πέντε, να ακυρώσει τη συμφωνημένη παραχώρηση της Εγνατίας Οδού ως καταφανώς αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον.

Εάν θέλει έστω να σώσει τα προσχήματα, επικαλούμενη την αναγκαστική συμφωνία με τους δανειστές, θα πρέπει άμεσα να δρομολογήσει την απένταξη της παραχώρησης από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του ΤΑΙΠΕΔ, επανεξετάζοντας όλα τα δεδομένα αυτής (διάρκεια, ποσοστό παραχώρησης με εξασφάλιση πλειοψηφικής συμμετοχής του Δημοσίου, εξαίρεση των ασαφών τμημάτων αυτής που σηκώνουν υπερκοστολογήσεις όπως π.χ. η βαριά συντήρηση και οι περιοχές γεωτεχνικών κινδύνων, ελάχιστο αποδεκτό τίμημα συνυπολογίζοντας τόσο τα μελλοντικά έσοδα του Δημοσίου όσο και το συνολικό κόστος κατασκευής, σημαντικό τμήμα του οποίου θα αποπληρώνουμε ακόμη για πολλά χρόνια κ.ά.) από μηδενική βάση, με γνώμονα την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος.

*Ο Δημήτρης Σημαιοφορίδης είναι πρώην πρόεδρος Συλλόγου Εργαζομένων της «Εγνατία Οδός Α.Ε.»

Γιώργος Αρχοντόπουλος πρόεδρος εργαζομένων ΕΥΑΘ: Κοινός αντιμνημονιακός αγώνας για να μην πούμε το νερό – νεράκι

Παρασκευή, 07/10/2016 - 08:00
Στη φόρμα διαμαρτυρίας του κινήματος SOSTE το νερό ανταποκρίθηκαν 15.000 άτομα στέλνοντας περίπου 3.500.000 email στους βουλευτές

Συνέντευξη στον Τάσο Γκούβα
Δημοσίευση: δρόμος της Αριστεράς Φύλλο 327 - 1/10/2016

Την περασμένη Τετάρτη ψηφίστηκε στη Bουλή το νομοσχέδιο που περνάει την ΕΥΑΘ στο νέο Υπερταμείο για 99 χρόνια.
Ανοίγει έτσι ο δρόμος της ιδιωτικοποίησης και αλλάζει ο σκοπός της ΕΥΑΘ, από την παροχή καθαρού και ποιοτικού νερού στο να αποπληρώνει Χρέος.
Το μοντέλο «μερικής» ιδιωτικοποίησης με ΣΔΙΤ είχε εφαρμοστεί στο παρελθόν στο Παρίσι και το Βερολίνο, και αφού απέτυχε, το νερό επαναδημοτικοποιήθηκε.
Είχε όμως προλάβει να αυξηθεί η τιμή του και να υποβαθμιστεί η ποιότητα του δικτύου.

arxontopoulos
Για τις εξελίξεις αυτές μιλήσαμε με τον Γιώργο Αρχοντόπουλο, πρόεδρο του Σωματείου Εργαζομένων της ΕΥΑΘ και ιδρυτικό μέλος της πρωτοβουλίας SOSTE το νερό.


Ποιες είναι οι πρώτες σκέψεις σου μετά την ψήφιση στη Βουλή, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, του νομοσχεδίου που περνά την ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο; Τι αισθάνεσαι έχοντας υπάρξει υποψήφιος στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ;

Πρώτα απ’ όλα αισθάνομαι ευθύνη απέναντι στον κόσμο. Τόσο τον κόσμο που στήριξε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, όσο, κυρίως, τον κόσμο που συμμετείχε στο κίνημα για το νερό. Θέλω να τονίσω το εξής: Πριν γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση, πασχίζαμε να αποδείξουμε ότι αυτός δεν αποτελούσε την ταυτότητα του κινήματος, ότι δεν πρέπει και δεν θέλει να το καπελώσει. Υπήρχαν πολλοί που ήταν δύσπιστοι απέναντι στην εμπλοκή του ΣΥΡΙΖΑ στα κινήματα, ενώ για κάποιους ήταν η δικαιολογία ώστε να μην συμμετέχουν ενεργά. Τώρα αγωνιζόμαστε για να αποδείξουμε ότι εμείς παραμείναμε σταθεροί στις θέσεις του κινήματος ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός που άλλαξε την πολιτική του.

Η αλήθεια είναι ότι το τελευταίο δύσκολο διάστημα έχουμε εισπράξει και ειρωνεία, έχουμε ακούσει και το «εμείς τα λέγαμε», όμως η αντίδραση της πρώτης πελάτισσας που αντίκρισε την κλειστή, λόγω κινητοποίησης, πόρτα της ΕΥΑΘ την περασμένη Τρίτη μας γέμισε κουράγιο: «Καλό αγώνα παιδιά. Όχι και το νερό, δε γίνεται». Απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο αισθάνεσαι την ευθύνη αλλά και την ανάγκη να συνεχίσεις τον αγώνα. Να βγούμε μπροστά όπως και τότε, να διατηρήσουμε στην πράξη την αξιοπιστία μας και τη δυναμική μας.

Πολλά κυβερνητικά στελέχη αρνήθηκαν ότι πρόκειται για ιδιωτικοποίηση, προσπαθώντας να υπεραμυνθούν των επιλογών τους. Πως σχολιάζεις την παρουσίαση της ιδιωτικοποίησης ως «αξιοποίηση της εταιρίας μέσω του Υπερταμείου»;

Μοναδική αξιοποίηση της ΕΥΑΘ είναι το να μετατραπεί σε πραγματικό πόλο παραγωγικής ανασυγκρότησης, τόσο για την πόλη της Θεσσαλονίκης όσο και για την ευρύτερη περιοχή. Η ΕΥΑΘ έχει έναν ετήσιο τζίρο περίπου 80 εκατομμυρίων, συνεργάζεται με δεκάδες μικρότερες επιχειρήσεις, ενώ έχει και τη δυνατότητα να επεκτείνει τη δραστηριότητα της και σε κοντινούς νομούς. Όταν προτείναμε στην προηγούμενη διοίκηση να επενδύσει η εταιρεία σε μια δική της μονάδα παραγωγής εδαφοβελτιωτικών, με βάση τη λυματολάσπη, η απάντηση ήταν «αυτά δεν γίνονται». Δεν μπορεί να μην υπάρχει μια συνεχής συνεργασία με το Πανεπιστήμιο σε προγράμματα που προκύπτουν από τις πραγματικές ανάγκες της εταιρίας. Αντί αυτών όμως προωθούνταν, όπως γίνεται παντού τα τελευταία χρόνια, το μοντέλο της εξάρτησης από εργολάβους.

Αυτή την στιγμή προωθείται ένα μοντέλο ΣΔΙΤ, με στρατηγικό επενδυτή που αποκτά τον έλεγχο της πώλησης και της διαχείρισης του νερού. Τέτοια παραδείγματα τα έχουμε δει παγκοσμίως και παντού έχουν αποτύχει, αφού πρώτα έφεραν αυξήσεις στα τιμολόγια και υποβάθμιση της ποιότητας του νερού και των δικτύων. Το να επιμένουν κάποιοι σ’ αυτήν την επιχειρηματολογία, όταν μάλιστα υποστήριζαν τα αντίθετα πριν γίνουν κυβέρνηση, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κανένας κεντρικός σχεδιασμός για τα κοινά αγαθά.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται παγκοσμίως μια τάση επανακρατικοποίησης του νερού. Ποιος ο ρόλος του παγκόσμιου κινήματος που φαίνεται να αναπτύσσεται σχετικά με το νερό;

pano-eyath

Τα τελευταία 15 χρόνια, σε 37 χώρες και 237 πόλεις επανακρατικοποιήθηκε ή επαναδημοτικοποιήθηκε το νερό, κάτι που αποδεικνύει ότι η ιδιωτικοποίηση έχει αποτύχει. Ο ρόλος του κινήματος ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού παγκοσμίως είναι καθοριστικός και δεν είναι τυχαίο ότι παρουσιάζονται τέτοια κινήματα σχεδόν παντού! Βέβαια αυτό δε σημαίνει πως όλα είναι ρόδινα και δεν συναντάμε εμπόδια. Για παράδειγμα με τις 1.800.000 υπογραφές που μαζεύτηκαν από το πανευρωπαϊκό κίνημα, η πρόταση του Right2water υπερψηφίστηκε από το Ευρωκοινοβούλιο όμως η Κομισιόν δεν έχει κάνει τίποτα ακόμη σε αυτή την κατεύθυνση.

Ο ρόλος του κινήματος είναι να γεννάει ιδέες που δίνουν στον κόσμο τη δυνατότητα και τη θέληση να συμμετέχει. Δείτε για παράδειγμα τι έγινε με το δημοψήφισμα για το νερό στη Θεσσαλονίκη. Σαν γεγονός, γράφτηκε στην ιστορία της πόλης, και αν και ανεπίσημο η δυναμική του είναι τέτοια που χρειάζεται πολύ θράσος για να αμφισβητηθεί. Την περασμένη βδομάδα φτιάξαμε μια φόρμα διαμαρτυρίας και μόλις σε μία μέρα, σχεδόν 15.000 άτομα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα μας στέλνοντας περίπου 3.500.000 email στους βουλευτές διαμαρτυρόμενοι για την ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών αγαθών.

 

Μετά τις τελευταίες εξελίξεις ποιες είναι οι πρώτες σκέψεις σας για τα επόμενα βήματα, τόσο σε τοπικό όσο και σε πανελλαδικό επίπεδο;

Το τελευταίο πολυνομοσχέδιο για το Υπερταμείο ήρθε και σφυρηλάτησε την δικτύωση που είχαμε με την ΕΥΔΑΠ. Στρεφόμαστε σε κοινούς αγώνες πλέον, όπως έγινε και με τη διαδικτυακή φόρμα διαμαρτυρίας που φτιάχτηκε από το Sosτε το νερό, αλλά χρησιμοποιήσαμε και για την ΕΥΔΑΠ κινητοποιώντας ακόμη περισσότερο κόσμο. Δε μπορούμε να είμαστε σκόρπιοι, δεν το επιτρέπουν οι καιροί. Χρειαζόμαστε τη δικτύωση ακόμη και αν πολλές φορές η φύση των προβλημάτων μας διαφέρει. Όλοι όσοι αγωνιστήκαμε ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ, το Sosτε το νερό, το Σωματείο της ΕΥΑΘ, και όλοι οι φορείς και οι πολίτες που ήταν δίπλα μας, αγωνιστήκαμε ενάντια στο μνημονιακό καθεστώς που βλέπει το νερό ως ένα ακόμη προαπαιτούμενο. Όλοι εμείς πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα αυτόν από εκεί που τον αφήσαμε, στο νικηφόρο δημοψήφισμα του 2014. Είναι σημαντικό να γνωρίζουν αυτοί που παίρνουν αποφάσεις ότι θα μας βρουν απέναντι τους, σε ένα οργανωμένο κίνημα έτοιμο να δράσει και να δώσει απαντήσεις.

Ενάμιση χρόνο μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζει να υλοποιείται κανονικά το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, που αποτελεί βασική μνημονιακή υποχρέωση. Ποιες είναι οι σκέψεις σας, με βάση και την εμπειρία του κινήματος του νερού απέναντι στη μόνιμη δικαιολογία «δεν υπάρχει εναλλακτική»;

Η διεθνής και ιδιαίτερα η ευρωπαϊκή εμπειρία των νικηφόρων αγώνων του νερού είναι από μόνη της μια αδιαμφισβήτητη απάντηση πως εναλλακτικές υπάρχουν, και τις επιβάλουν οι πολίτες και οι αγώνες τους. Δεν μπορεί να μην υπάρχει εναλλακτική. Αν δεν υπήρχε τότε θα μιλούσαμε Γερμανικά τώρα. Δεν μπορεί να στερείς από τις επόμενες γενιές τη δυνατότητα να επιλέξουν μια καλύτερη, μια διαφορετική προοπτική για τη ζωή τους. Είναι μεγάλη η ευθύνη σου όταν λες δεν γίνεται αλλιώς.

Η δική μας δουλειά από δω και πέρα είναι να ανοίγουμε καινούργιους δρόμους, ειδικά τώρα που είδαμε που μας οδήγησαν οι πεπατημένες. Δεν εννοώ ότι θα είναι εύκολο, ούτε αγνοώ το ότι ο αντίπαλος θα κάνει τα πάντα για να σε συντρίψει. Δεν εννοώ πως είναι απίθανο ακόμα και να ηττηθείς. Τότε ακριβώς είναι όμως που θα πρέπει να φανείς δυνατός, και παρά την ήττα να ξαναπροσπαθήσεις, να σηκωθείς και να παλέψεις. Διορθώνεις τα λάθη σου και μαθαίνεις από αυτά. Η συνεχής προσπάθεια να δημιουργήσουμε εναλλακτικές είναι αναγκαία, αφενός για να γνωρίζουν οι επόμενες γενιές ότι προσπαθήσαμε, αφετέρου για να μάθουν από εμάς τι πήγε στραβά και να μην επαναλάβουν τα δικά μας λάθη.

Γῆν καί ὕδωρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Πέρσες ζητούσαν γῆν καί ὕδωρ απ’ τις πόλεις και τους λαούς που τους παραδίδονταν. Στο τέταρτο βιβλίο, ο Ηρόδοτος αναφέρει για πρώτη φορά τον όρο γῆν καί ὕδωρ στην απάντηση του βασιλιά Ιδαθύρσου των Σκυθών προς τον βασιλιά Δαρείο.

Στο πέμπτο βιβλίο, ο Δαρείος στέλνει αγγελιαφόρους που ζητούν γῆν καί ὕδωρ από τον βασιλιά Αμύντα των Μακεδόνων. Και στο έκτο βιβλίο, στέλνει αγγελιαφόρους σε όλη την Ελλάδα που ζητούν γῆν καί ὕδωρ για τον βασιλιά.

Η απαίτηση για γῆν καί ὕδωρ συμβόλιζε ότι αυτοί που παραδίδονταν στους Πέρσες παραιτούνταν από κάθε δικαίωμα πάνω στη γη τους και στα αγαθά της. Δίνοντας γῆν καί ὕδωρ αναγνώριζαν την περσική εξουσία πάνω σε όλα. Ακόμα και οι ζωές τους άνηκαν στον Βασιλιά των Περσών. Μετά από αυτή την αναγνώριση, ακολουθούσαν διαπραγματεύσεις για τις υποχρεώσεις και τα προνόμια των υποτελών.

Όταν οι Πέρσες αγγελιαφόροι απαίτησαν από τον βασιλιά Λεωνίδα στη Σπάρτη γῆν καί ὕδωρ, οι Σπαρτιάτες τους πέταξαν σε ένα βαθύ πηγάδι, λέγοντάς τους πως θα τα βρουν εκεί.

Η φράση γῆν καί ὕδωρ , ακόμα και στα νέα ελληνικά, συμβολίζει την υποταγή άνευ όρων σε έναν κατακτητή

#skouries : Περιμένοντας τη… CETA!

Πέμπτη, 06/10/2016 - 21:04
Οι Σκουριές πριν και μετά την επικείμενη εμπορική συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά

Της Μαρίας Καδόγλου* από το Δρόμο της Αριστεράς

Ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Σταθάκης είπε ένα μεγάλο «ναι» στη CETA, την εμπορική συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα σε καναδικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα να μηνύσουν τη χώρα μας για οποιαδήποτε απόφαση ή πολιτική που θίγει τα συμφέροντά τους. Ο Καναδάς είναι η χώρα όπου έχει την έδρα του το 75% των μεταλλευτικών εταιρειών παγκοσμίως – και η στήριξη αυτών των εταιριών είναι ένας από τους βασικούς λόγους που επιδιώκει να υπογράφει εμπορικές συμφωνίες όπως η CETA. Η εμπειρία, ειδικά από τη Λατινική Αμερική, δείχνει ότι οι καναδικές μεταλλευτικές εταιρίες έχουν χρησιμοποιήσει με επιθετικό τρόπο τις ρήτρες προστασίας επενδυτών, που εμπεριέχονται σε αυτές τις συμφωνίες, για να ακυρώσουν περιορισμούς στην εξόρυξη ή να απαιτήσουν από τις χώρες αποζημιώσεις ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ. To σύστημα προβλέπει τη δυνατότητα των ξένων εταιρειών να παρακάμπτουν τα εθνικά δικαστήρια και να φέρνουν τα αιτήματά τους ενώπιον ιδιωτικών «δικαστηρίων» που δεν λογοδοτούν πουθενά.

Για την Ευρώπη, η πρώτη γνωστή περίπτωση προσφυγής εξορυκτικής εταιρίας σε διαιτησία είναι της καναδικής Gabriel Resources, που ζητά αποζημίωση επειδή παρά τις προσπάθειες 15 και πλέον ετών δεν κατάφερε να πάρει έγκριση για το μεταλλείο χρυσού της Ρόσια Μοντάνα. Η επόμενη θα μπορούσε να είναι η Eldorado στην Ελλάδα.

Μέχρι τις 10 Οκτωβρίου, το υπουργείο Περιβάλλοντος θα πρέπει να αποφανθεί αν η μεταλλουργική μέθοδος flash smelting, που υποτίθεται ότι θα χρησιμοποιήσει η Eldorado στη Χαλκιδική, είναι εφαρμόσιμη ή όχι. Αν αποδειχθεί ότι δεν είναι, αυτό συνιστά παραβίαση του βασικότερου όρου της ΚΥΑ Έγκρισης Περιβαλλοντικών όρων, αλλά και της σύμβασης μεταβίβασης των μεταλλείων και του κυρωτικού της νόμου. Αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσει να τηρήσει το νόμο, θα πρέπει να ακυρώσει όλες τις αδειοδοτήσεις που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα στην εταιρία και ενδεχομένως και την ίδια τη σύμβαση.

Για τις μεταλλευτικές εταιρίες η ακύρωση αδειών είναι μια τυπική περίσταση προσφυγής στο μηχανισμό διαιτησίας των ιδιωτικών δικαστηρίων. Ο μηχανισμός αυτός δεν είναι σήμερα διαθέσιμος στην Eldorado, γιατί η Ελλάδα δεν έχει διμερή εμπορική συμφωνία ούτε με τον Καναδά ούτε με κράτος-μέλος της Ε.Ε. όπου εδρεύουν οι θυγατρικές της. Μέχρι να τεθεί σε εφαρμογή η CETA, η σχέση της Eldorado με το ελληνικό κράτος καθορίζεται αποκλειστικά από την ελληνική νομοθεσία και τη σύμβαση μεταβίβασης. Η εταιρία έχει σαφέστατα το δικαίωμα να προσφύγει κατά του Ελληνικού Δημοσίου στα ελληνικά δικαστήρια, αλλά θα πρέπει να αποδείξει ότι η ίδια ήταν εντάξει σε όλα και αδίκως της αφαιρέθηκαν οι άδειες. Δύσκολο!

 

Νέα βιομηχανία προσφυγών

Όλα θα αλλάξουν με τη CETA. Οι προσφυγές των εταιριών εκδικάζονται όχι από πραγματικά δικαστήρια αλλά από επιτροπές τριών συνήθως διαιτητών, που και οι ίδιοι δεν είναι δικαστές αλλά εταιρικοί δικηγόροι. Οι διαιτητές πληρώνονται αδρά για κάθε υπόθεση ξεχωριστά και έχουν την τάση να ερμηνεύουν τη νομοθεσία προς όφελος των εταιριών. Τα κράτη δεν μπορούν να προσφύγουν κατά των εταιριών, μπορούν μόνο να αμυνθούν και δεν έχουν δικαίωμα έφεσης της απόφασης.

Οι «νέας γενιάς» εμπορικές συμφωνίες έχουν εξελιχθεί σε εργαλεία κερδοσκοπίας για αδίστακτες εταιρίες και τους δικηγόρους τους, που έχουν στήσει ολόκληρη βιομηχανία αγωγών εναντίον κρατών. Συχνά η απειλή της προσφυγής είναι εξίσου αποτελεσματική με την ίδια την προσφυγή. Ο φόβος των υπέρογκων αποζημιώσεων απομακρύνει οποιαδήποτε σκέψη για νέα νομοθεσία ή άλλη ενέργεια που θα προστατεύει το δημόσιο συμφέρον, αλλά θα ενοχλήσει κάποια πολυεθνική. Οπλισμένη με ένα τέτοιο πανίσχυρο εργαλείο, μια εταιρία σαν την Eldorado έχει θεωρητικά απεριόριστες δυνατότητες εκβιασμών προκειμένου να αποτραπούν «δυσάρεστες» εξελίξεις. Και σίγουρα μπορεί να διασφαλίσει ότι η απόρριψη του flash smelting, όσο καίριο ζήτημα κι αν είναι αυτό για το σύνολο της «επένδυσης», δεν θα έχει τελικά καμία επίπτωση στη δραστηριότητά της.

Η Eldorado, λοιπόν, «παίζει καθυστερήσεις» περιμένοντας τη CETA για να εδραιώσει οριστικά την παρουσία της στην Ελλάδα. Και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ την περιμένει ως το τέλειο πρόσχημα για να μην πράξει αυτά που ο νόμος την υποχρεώνει να πράξει.

Ο αγώνας για ζωή συνεχίζεται, με CETA ή χωρίς. Ο αμφιλεγόμενος δικαστικού τύπου μηχανισμός επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους δεν θα ισχύσει παρά μόνο όταν τεθεί η συμφωνία σε πλήρη εφαρμογή, αφού (και αν) ψηφιστεί και από τα 28 εθνικά κοινοβούλια. Μέχρι τότε, το πρωτοφανές πανευρωπαϊκό κίνημα ενάντια σε αυτές τις τερατώδεις συμφωνίες θα συνεχίσει να φουντώνει. Και αν το στηρίξουμε ενεργά όλοι μας, μπορεί και να νικήσει.

* Η Μαρία Καδόγλου είναι μέλος του Παρατηρητήριου Μεταλλευτικών Ερευνών

"Μια σπίθα αρκεί" με τον Χρήστο Κασίμη & καλεσμένους τους Mihiar Eqtami & τον Ερρίκο Φινάλη (ηχητικό 11/03/16)

Κυριακή, 13/03/2016 - 12:44
Παρασκευή 11/3 - 20:00-22:00 ξεκίνησε το νέο ραδιοφωνικό ταξίδι της εκπομπής "Μια σπίθα αρκεί" στην ΕΡΤopen στους 106,7 Fm και στο www.ertopen.com
Και θα συνεχιστεί κάθε Παρασκευή (20:00-22:00).

Η εκπομπή "Μια σπίθα αρκεί" στις 11 Μαρτίου 2016 με τον Χρήστο Κασίμη είχε δύο εκλεκτούς καλεσμένους, τους: Mihiar Eqtami εκπρόσωπο του "Δημοκρατικού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης" στην Ελλάδα και μέλος της Κεντρικής του Επιτροπής και τον Ερρίκο Φινάλη υπεύθυνο για τα διεθνή στην Εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς".

Ακούστε το ηχητικό εδώ:

Σελίδα 25 από 25